ἰσομερής — equally divided masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ισομερής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή 1. αυτός που αποτελείται από ίσα μέρη. 2. «ισομερείς ενώσεις», χημικές ενώσεις με ίδιο μοριακό τύπο και βάρος αλλά με διαφορετικές ιδιότητες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἰσομερῆ — ἰσομερής equally divided neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἰσομερής equally divided masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἰσομερής equally divided masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσομερεῖ — ἰσομερής equally divided masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἰσομερής equally divided masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσομερεῖς — ἰσομερής equally divided masc/fem acc pl ἰσομερής equally divided masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσομερές — ἰσομερής equally divided masc/fem voc sg ἰσομερής equally divided neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσομεροῦς — ἰσομερής equally divided masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσομερῶς — ἰσομερής equally divided adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ισομέρεια — Φαινόμενο κατά το οποίο δύο ενώσεις, παρότι έχουν τον ίδιο γενικό χημικό τύπο, διαφέρουν ως προς τις χημικές και φυσικές τους ιδιότητες. Αυτό εξηγείται εύκολα αν λάβουμε υπόψη ότι ο γενικός χημικός τύπος δίνει μόνο μια ποιοτική και ποσοτική… … Dictionary of Greek
Изомерия — (хим.). В 1824 г. Либихом и Гей Люссаком был установлен состав гремучекислого серебра (см.), при чем, на основании полученных данных, они признали безводную [Согласно господствовавшему в химии в начале нынешнего столетия взгляду, кислотами… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона